του Θέμη Κωτούλα, δημοσιογράφου
Όταν επιχειρείς να αναφερθείς στον Καπνικό Σταθμό Κατερίνης, οφείλεις να μιλήσεις πρωτίστως για την Εθελοντική Ομάδα Δράσης. Για το πως πριν από δεκαεπτά χρόνια, μια μικρή ομάδα πολιτών ξεκίνησε να οργανώνεται και σήμερα έχει μετατρέψει έναν εγκαταλελειμμένο, ιστορικό δημόσιο χώρο σε έναν πολυσυλλεκτικό χώρο αλληλεγγύης και πολιτισμού, που αποτελεί σημείο αναφοράς για την κοινωνική παρέμβαση και την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών.
Οφείλεις να προβληματιστείς για το τί σημαίνει υπερασπίζομαι το δημόσιο χώρο. Για το ποια είναι η διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Αν αυτή η πρακτική της διεκδίκησης ενός περιουσιακού στοιχείου του κράτους και η ανάδειξη και λειτουργία του από τους ίδιους τους πολίτες, μπορεί να γίνει μια συνήθη πρακτική ή αποτελεί απλώς μια εξαίρεση. Αυτό, λοιπόν, το εγχείρημα θα έλεγα ότι είναι ένας «καινός τόπος». Είναι κάτι που ακόμη δεν έχει μελετηθεί σε επιστημονικό επίπεδο και ίσως αποτελέσει ένα αντικείμενο έρευνας για το πώς μπορείς να προστατεύσεις έναν δημόσιο χώρο και με τη δύναμη της αλληλεγγύης και της συνεργασίας των πολιτών να καταφέρεις να τον αναγάγεις σε ένα αυτοχρηματοδοτούμενο και συνεργατικό τόπο κοινωνικών δομών και δράσεων.
Αυτό είναι το ζητούμενο που κατά τη γνώμη μου πρέπει να ερευνηθεί. Πώς η ίδια η πρωτοβουλία μιας ομάδας ανθρώπων, μπορεί να σώσει από την καταστροφή και την απαξίωση ένα περιουσιακό στοιχείο του ίδιου του κράτους. Συγχρόνως, πως αυτός ο χώρος δύναται να λειτουργήσει στο πλαίσιο της αυτοχρηματοδότησης της αυτοδιαχείρισης, προσφέροντας και συγχρόνως επιστρέφοντας και επενδύοντας στους ίδιους τους πολίτες τους καρπούς της λειτουργίας του.
Από τη μια πλευρά, η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και από την άλλη η αλληλεγγύη. Μια έννοια πολιτική, και μια λέξη που ενίοτε γίνεται «καραμέλα» στα στόματα πολλών και καταλήγει παρωδία σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Στην Εθελοντική Ομάδα Δράσης η αλληλεγγύη δεν έπαψε ποτέ να είναι το πρόταγμα, με τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής πράξης, καθώς με την παροχή βοήθειας σε όποιον το έχει ανάγκη, συγχρόνως υπάρχει και ένα διαρκές κάλεσμα κοινωνικής αντίστασης και διεκδίκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων από το κράτος.
Και αυτό αφορά πολλά από τα κινήματα πολιτών που ιστορικά έχουν ξεπεράσει δύσκαμπτους συνδικαλιστικούς, κομματικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς και από τη φαντασίωση και την επαναστατική γυμναστική, πέρασαν στην κοινωνική πράξη. Και έπραξαν αυτό που κάποιοι περιέφεραν για χρόνια ως σύνθημα σε πορείες και συγκεντρώσεις. Που από τα ευχολόγια και τις ιδέες για την αλλαγή της κοινωνίας και το να αφήσουμε τις συνθήκες να ωριμάσουν από μόνες τους, δημιούργησαν οι ίδιοι τις συνθήκες και κυρίως στρώθηκαν στη δουλειά. Που φρόντισαν να έχουν τα αντανακλαστικά της κινητοποίησης αυτής της κρίσιμης μάζας που απαιτείται για να προχωρήσει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη κοινωνική αλλαγή.
Η αλήθεια είναι ότι οι πολίτες δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η αλλαγή έρχεται σχεδόν πάντα από κάτω προς τα πάνω. Βέβαια, ο εθελοντισμός δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κεντρικό κράτος, κυρίως έρχεται να υπενθυμίσει αυτό το έλλειμα της κεντρικής διοίκησης – εσκεμμένο ή όχι - να μεριμνά για την υγεία όλων, για τα βασικά αγαθά, για το περιβάλλον και την πολιτική προστασία, αλλά και να διασφαλίζει συνθήκες ασφάλειας και κοινωνικής ευημερίας. Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που αποδείχθηκε ότι η Εθελοντική Ομάδα Δράσης πρωτοστάτησε στους κοινωνικούς αγώνες των πολιτών, στις διαμαρτυρίες για τα διόδια, για την ακρίβεια, στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, στην παροχή βοήθειας σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Περισσότερο είναι αυτή η κουλτούρα της κοινωνικής παρέμβασης που έχει διαμορφώσει αυτά τα δεκαεπτά χρόνια στους πολίτες, που έμαθαν βιωματικά και μέσα από την πρακτική της συνεργασίας και της συναπόφασης να προτάσσουν το συλλογικό απέναντι στο ατομικό, να παραγκωνίζουν την αδιαφορία και να αντιλαμβάνονται ότι αυτό που συμβαίνει στον τόπο τους, τους αφορά πρωτίστως ως ενεργούς πολίτες και εκ των υστέρων ως μονάδες.
Χωρίς λοιπόν να χρειάζεται ατέρμονες θεωρητικές προσεγγίσεις και δίχως να γνωρίζει ακριβώς το ποια θα είναι η διαδρομή της, η Εθελοντική Ομάδα Δράσης κάνει διαχρονικά μια ουσιαστική κοινωνική παρέμβαση, διατηρώντας συγχρόνως τα πολιτικά χαρακτηριστικά ενός κινήματος πολιτών που αντιλαμβάνεται ότι το να αγωνίζεσαι για να βελτιώσεις τον τόπο σου, αποτελεί μια καθαρά πολιτική πράξη. Έχει διδάξει σε πολλούς από εμάς το τί σημαίνει να είσαι πολίτης. Ότι ατομική ευθύνη σημαίνει να νοιάζεσαι για αυτό που συμβαίνει γύρω σου, ανεξάρτητα αν σε επηρεάζει άμεσα. Και αντί απλώς να διαμαρτύρεσαι για το πρόβλημα, μπορείς να είσαι μέρος της λύσης. Ότι ακόμη και αν δεν φέρεις καμία ευθύνη για αυτό που συμβαίνει, ακόμη και αν δεν νιώθεις ότι σε αφορά ένα κοινωνικό πρόβλημα, είναι μεγάλη αδυναμία να κρύβεσαι ο ίδιος πίσω από τη συλλογική ευθύνη και να παραμένεις αμέτοχος.
Αυτή λοιπόν η οργάνωση των πολιτών, που ξεκίνησε πριν από δεκαεπτά χρόνια με το «Χαρίζω μια μέρα από το καλοκαίρι μου στο δάσος», δημιούργησε στη συνέχεια τον Καπνικό Σταθμό. Έναν πρότυπο χώρο αυτοδιαχείρισης, ένα σημείο αναφοράς για μια πληθώρα κοινωνικών δράσεων και πρωτοβουλιών που κινούνται σε πολλούς τομείς, με γνώμονα την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας συμμετοχής και συναπόφασης. Με αλληλεγγύη και όχι φιλανθρωπία, επιχειρώντας να υπάρξουν περισσότερες συνέργειες μέσα από την συνύπαρξη και τη συνεργασία όσων συμμετέχουν στις δράσεις της.
Και σε αυτή τη σπουδή κοινωνικής αλλαγής αξίζει κανείς να γίνει μέτοχος. Συμμετέχοντας σε ένα ανοιχτό εργαστήρι κοινωνικής αντίστασης και αλληλεγγύης, μαθαίνεις αφενός να αναγνωρίζεις την ετερότητα και να σέβεσαι το διαφορετικό και αφετέρου να μην χρησιμοποιείς την αδράνεια και την αδιαφορία ως άλλοθι για να μην κάνεις τίποτα. Επίσης, να μην βλέπεις την ίδια την κοινωνία να σε προσπερνά και εσύ απλώς να προετοιμάζεις μια πορεία διαμαρτυρίας τη Δευτέρα.
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη διοργάνωση του Διήμερου Επιστημονικού Συμποσίου «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία», που φιλοξενείται στον Καπνικό Σταθμό Κατερίνης.